- προσεξίστημι
- Απροκαλώ σύγχυση ή ταραχή, συνταράσσω επί πλέον («οἶνος ἐν σώματι κακῶς... ἔχοντι... φλέγμα καὶ χολὴν κινεῑ καὶ ταράττει καὶ παρεξίστησιν», Πλούτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ἐξίστημι «ερεθίζω, συνταράζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ίστημι — ἵστημι (ΑΜ) 1. τοποθετώ όρθιο κάτι, στήνω («ἔγχος μέν ῥ ἔστησε φέρων πρὸς κίονα» Ομ. Ιλ.) 2. (για ανδριάντες, οικοδομές, τρόπαια) ιδρύω, εγείρω («ἔστησε τρόπαια») μσν. (το μέσ.) ἵσταμαι 1. είμαι όρθιος, στέκομαι 2. (για οικοδομήματα) υψώνομαι,… … Dictionary of Greek